-
1 λογάδην
λογάδην, zusammengelesen, zusammengesucht; ἔρυμα ἦν παλαιὸν λίϑων λογάδην πεποιημένον Thuc. 4, 31, vgl. 6, 66; auch = auserwählt, auserlesen, wie man 4, 4 λογάδην φέροντες λίϑους erkl.; παρέπεμπον λ. ἱππεῖς Plut. Oth. 6. Vgl. D. Hal. C. V. p. 22.
См. также в других словарях:
λογάδην — (Α λογάδην) επίρρ. κατ εκλογή, κατ επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῑκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῑς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ. θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek